- σιδηρουργικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο σιδηρουργό και τη σιδηρουργία: Σιδηρουργική τέχνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιδηρουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιδηρουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η σιδηρουργική η σιδηρουργία 3. φρ. «σιδηρουργική βιομηχανία» τεχνολ. η βιομηχανία παραγωγής και κατεργασίας τού σιδήρου, τού χάλυβα και τού χυτοσιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek